- πρόδοξος
- πρόδοξ-ος, ον,A judging hastily, Phryn.PSp.8B., Phot.p.140R., Suid. s.v. ἄνθρωπος π.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόδοξος — judging hastily masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόδοξος — ον, ΜΑ αυτός που κρίνει ένα ζήτημα επιπόλαια, χωρίς να τό εξετάσει προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοξος (< δόξα), πρβλ. παρά δοξος] … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek